Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Αναστασία, Το τραγούδι του χελιδονιού

 

Αναστασία, Το τραγούδι του χελιδονιού

 

Έλα εδώ κοντά
να σου δώσω ένα φιλάκι
έλα μη μου κλαις
άσπρο μου χελιδονάκι

Ο Θεός να μας φυλάει
από μάτι που κοιτάει πονηρά
Ο Θεός να μας σκεπάζει
όταν η ψυχή τρομάζει την χαρά
Πες μου, τι σε πολεμάει;

-          Δεν το ακούς; Κόλλησε. Κλείσε το επιτέλους. Πόσες φορές θα το ακούσεις ακόμη;

Η Αναστασία δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει, δεν έκανε καν τον κόπο να στρέψει το κεφάλι της στην εκνευρισμένη φίλη της. 11 Αυγούστου σήμερα, αφόρητη ζέστη, μα δεν ήταν αυτό που την ενοχλούσε. Ήταν αυτή η ημερομηνία, κάθε χρόνο αυτό το έντεκα κάθετος ογδόου στην οθόνη του υπολογιστή της να την καλεί να γυρίσει πίσω στον χρόνο. Κι έπειτα η φωνή της Χαρούλας Αλεξίου να της προσφέρει τρυφερά φιλιά και να παρακαλά τον Θεό να την προστατεύει. Από τι; Ούτε κατάλαβε ποτέ καλά – καλά αυτή την επίμονη ερώτηση - προτροπή: Πες μου τι σε πολεμάει; Απ΄ όσο θυμάται δεν είχε ποτέ εχθρούς. Είχε όμως εκείνος, ο πατέρας της.

Αναστάσιος Ισαάκ, γεννηθείς το 1972.

Αποβιώσας 11 Αυγούστου 1996.

Τόπος: Δερύνεια Αμμοχώστου

Αιτία θανάτου: Μη διεισδυτικός τραυματισμός.

Αυτά ήξερε για τον πατέρα της. Δεν τον γνώρισε ποτέ ζωντανό,, φρόντιζε όμως η μητέρα της να κρατάει ζωντανή τη θύμησή του μιλώντας της συνέχεια γι’ αυτόν και τον απαράμιλλο ηρωισμό του.

                Η Αναστασία ήταν αγέννητη, όταν εκείνος δολοφονήθηκε, κι όταν της δώσανε το όνομά της εκείνος ήταν απών. Δεν πρόλαβε να της το διαλέξει, φρόντισαν όμως οι πολιτικοί γι’ αυτό. Αναστάσιος ο πατέρας, Αναστασία η κόρη να φωνάζουν με το όνομά τους την ελπίδα για την Ανάσταση του νησιού. Μόνο που ο Τάσος έγινε σύμβολο Ανάστασης με τον θάνατό του. Κι η μικρή Αναστασία έμαθε στα πέντε χρόνια της γιατί είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα της, πράγμα ασυμβίβαστο με τις παραδόσεις και τα λαϊκά έθιμα.

                Έλεγξε μια τελευταία φορά τη μηχανή της. Δεν ήταν καινούργια, ήταν εκείνη του πατέρα της, η ίδια που 23 χρόνια πριν οδήγησε ο Τάσος μέσα από την πράσινη γραμμή για να μην επιστρέψει πίσω ποτέ. Εκείνος δε γλίτωσε, μα τη μηχανή τη βρήκαν οι φίλοι του και την έφεραν στη γυναίκα του σαν κειμήλιο να τη φυλάξει, όπως οι Σπαρτιάτες έφερναν στις μανάδες των σκοτωμένων πολεμιστών τις ασπίδες τους. Η μηχανή έμεινε φυλαγμένη όλα αυτά τα χρόνια σε μια αποθήκη του σπιτιού, να σκονίζεται αμείλικτα από τα χρόνια, μάρτυρας βουβός μιας υπέροχης θυσίας.  Κάποιες ελάχιστες προσθήκες έκανε η Αναστασία στο «ιερό κειμήλιο», αναγκαίες για να λειτουργήσει ο κινητήρας της, ανανέωσε το χρώμα της – μαύρο γυαλιστερό, όχι ματ, για να λαμποκοπά στο φως του ήλιου -, άλλαξε τα λάστιχα και της πέρασε καινούργιο δερμάτινο κάθισμα αντικαθιστώντας το φθαρμένο.

 

                23 χρόνια από εκείνη τη μοιραία πορεία των μοτοσυκλετιστών. Ο Τάσος είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς για να προετοιμαστεί για την αντικατοχική πορεία. Η Μαρία ήταν πια στον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης της και οι κινήσεις της γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Ήταν σχεδόν μέσα Αυγούστου, ζέστη και υγρασία, θερμοκρασίες αποπνικτικές και τα ρούχα να κολλάνε στο δέρμα τατουάζ.

-          Καλύτερα να μην πας! του φώναξε από το κρεβάτι χωρίς κουράγιο και με τον ιδρώτα να στάζει από το δυσκίνητο σώμα της αφήνοντας το αποτύπωμά του στα σεντόνια. Δε νιώθω καλά σήμερα.

-          Φυσικό το βρίσκω! Με τέτοιο πρήξιμο και τόση ζέστη θα ήταν θαύμα να αισθάνεσαι αλλιώς, της πέταξε γελώντας.

Αυτό το γέλιο του, που φώτιζε τις μέρες της, καθησύχαζε πάντα την ανήσυχη καρδιά της διαλύοντας κάθε ανασφάλεια ή περίεργη σκέψη. Σήμερα όμως όχι.

-          Δεν αναφέρομαι στον καιρό ούτε στην κατάστασή μου. Γι’ αυτό το άτιμο προαίσθημα

που μου τριβελίζει την ψυχή από χτες το βράδυ σου μιλάω και δε μ’ αφήνει να ησυχάσω.

-          Εσύ ποτέ δεν πίστευες σε τέτοια παραμύθια. Τι σε έπιασε τώρα ξαφνικά;

-          Δεν είναι παραξενιά, μα φόβος, φόβος τόσο δυνατός που τον γεύομαι στα χείλη μου.

Το στόμα μου στεγνό όλο το βράδυ και το στομάχι δεμένο κόμπος.

-          Δε γίνεται να μην πάω. Τόσοι ξένοι θα συμμετέχουν στην πορεία κι εγώ θα διστάσω

μόνο για ένα προαίσθημα; Μεγάλη δειλία που δεν ταιριάζει σε έναν Κύπριο. Μην έχεις έννοια! Όλα καλά θα πάνε. Και τον ιερό σκοπό θα τον τιμήσουμε όπως πρέπει. Τι διάολο; Ο Γρηγόρης, ο Ευαγόρας, ο Δημητράκης δώσανε τη ζωή τους και δεν τους ένοιαξε και εγώ θα κάνω πίσω;

                Πώς να τον σταματήσει η Μαρία; 22 χρόνια τώρα αυτός ο τόπος λογίζεται κατακτημένος από τον Τούρκο εισβολέα. Ένα νησί χωρισμένο στα δυο, χιλιάδες άνθρωποι ξεριζωμένοι απ’ τα σπίτια τους, διωγμένοι χωρίς λόγο. Και πόσοι χαμένοι κι αγνοούμενοι δε γύρισαν ποτέ στην αγκαλιά της μάνας τους, δε φίλησαν ξανά τα μάγουλα των παιδιών τους και τα χείλη των συντρόφων τους, δεν άκουσαν ποτέ ξανά να φωνάζουν το όνομά τους παρά μόνο στα μοιρολόγια και τα ατέλειωτα θρηνητικά τραγούδια;

                Κι αυτό το ραδιόφωνο από νωρίς να μεταδίδει προειδοποιητικά μηνύματα και παραγγέλματα κυβερνητικά:

-                  Το Εθνικό Συμβούλιο κατόπιν συνεννόησης με την Ομοσπονδία Μοτοσικλετιστών αποφάσισε την ματαίωση την εντός της νήσου πορείας διαμαρτυρίας. Καλούμε τους Κυπρίους μοτοσικλετιστές να ακολουθήσουν τη σχετική οδηγία.

-                  Άκουσες; του φώναξε η Μαρία. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ματαίωση της πορείας. Φοβούνται αντιδράσεις απ’ τις κατοχικές δυνάμεις.

-                  Πφφ, πολιτικάντηδες! Και ποιος τους παίρνει στα σοβαρά; Αυτοί μας έφτασαν εδώ. Εξαιτίας τους η καρδιά μας έμεινε μισή και θέλουν κιόλας να το χαιρόμαστε;

Τον παρακολουθούσε ανήσυχη να ετοιμάζει με νευρικές και γρήγορες κινήσεις τη μηχανή. Η ανακοίνωση της ματαίωσης τον έκανε να πεισμώσει ακόμη περισσότερο.

-          Στο κάτω – κάτω ποιος τους είπε ότι σκοπεύουμε να έρθουμε σε αντιπαράθεση με

την Αστυνομία ή οποιονδήποτε άλλον; Η πορεία μας θα γίνει, ο κόσμος να χαλάσει.

Δεν είχε νόημα να δοκιμάσει να του αλλάξει γνώμη. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχε πάρει την απόφασή του. Ο Τάσος ξαναμπήκε στο σπίτι για να αναζητήσει το κράνος του.

-          Πάνω απ’ όλα η ασφάλεια! Της φώναξε αγκαλιάζοντάς την με ένα τρυφερό βλέμμα,

ένα … τελευταίο βλέμμα.

Κι αφού της έδωσε ένα πεταχτό φιλί, το τελευταίο φιλί, χάθηκε στην στροφή κουνώντας της το χέρι. Η καρδιά της Μαρίας σφίχτηκε, αλλά έδιωξε αμέσως τις σκοτεινές σκέψεις μονολογώντας πόσο ανόητη είναι κι ότι όλα είναι συνωμοσίες που πλέκει το μυαλό της. Έβαλε ένα ποτήρι κρύο νερό και κάθισε στη βεράντα μήπως και δροσιστεί λίγο παραπάνω. Χάιδεψε την πρησμένη της κοιλιά, για να καθησυχάσει τη νέα ζωή που παλλόταν μέσα της. Ξύπνησε ξαφνικά και κείνη και σα να συμμεριζόταν την ανησυχία της Μαρίας, φρόντισε να δηλώσει την παρουσία της με όση ένταση μπορούσε.

                Ο Τάσος βρήκε τους υπόλοιπους στο σημείο συνάντησης που είχαν από μέρες ορίσει. Αφού αντάλλαξαν τις συνήθεις ευχές και καλωσόρισαν τους Ευρωπαίους συναγωνιστές, άρχισαν να σχολιάζουν τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις και φυσικά την απόφαση των κυβερνώντων για ακύρωση της πορείας μέσα στο νησί. Ο Τάσος τους δήλωσε απερίφραστα ότι δεν είχε καμία πρόθεση να ακολουθήσεις τις πολιτικές υπαγορεύσεις.

-          Και τελικά τι νόημα έχει ο αγώνας μας, αν υποχωρούμε στα πολιτικά τερτίπια του

καθενός;

Αρκετοί σχολίασαν ότι είχε τεθεί ζήτημα ασφαλείας, καθώς οι Τούρκοι είχαν διατυπώσει ευθείες απειλές κατά των διαδηλωτών. Ίσως έπρεπε τελικά να το ξανασκεφτούν. Όμως ο Τάσος και μερικοί ακόμη θερμοκέφαλοι ήταν ανένδοτοι. Συζήτησαν για λίγο την πορεία τους κι έπειτα έβαλαν μπροστά τις μηχανές τους. Δεν είχαν σκοπό να αλλάξουν τίποτα από το αρχικό τους πλάνο. Τίποτα δεν προμήνυε ό,τι θα ακολουθούσε.

Καθώς βρίσκονταν ήδη στα μισά της διαδρομής τους, ο Τάσος λοξοδρόμησε με κατεύθυνση την Πράσινη γραμμή. Θυμόταν ότι κάπου εκεί υπήρχε ένα στρατιωτικό φυλάκιο που συνήθως ήταν αφύλακτο. Οι φρουροί του προτιμούσαν να περνούν την ώρα τους σε ένα υπόστεγο για να αποφεύγουν το λιοπύρι και να ψιλοκουβεντιάζουν ελεύθερα. Ο Τάσος τους πρόσεχε κάθε φορά που ο δρόμος τον έβγαζε από κει. Ήξερε ότι κάποια στιγμή αυτή η μικρή λεπτομέρεια θα του ήταν χρήσιμη. Τώρα, λοιπόν, ήταν η ευκαιρία. Άλλωστε ποτέ δε δέχτηκε αυτή την περίφημη Πράσινη γραμμή, όπως και καμία άλλη γραμμή να βάζει όρια στη ζωή του, στον κόσμο του. Και ποιος έδωσε το δικαίωμα σε έναν Εγγλέζο να σχεδιάζει με πράσινο μολύβι γραμμές πάνω στον χάρτη; Κατά μήκος της γραμμής σκουριασμένα βαρέλια, τσουβάλια με άμμο, αναχώματα, σημάδια μιας ζωής που ανήκει πια στο παρελθόν και στοιχειώνει τη μνήμη. Όχι πράσινη, λοιπόν, όχι πηγή της ζωής και της άνθησης˙ νεκρή ζώνη, καλύτερα έτσι. Μόνο θάνατο μύριζε.

Ο Τάσος βλαστήμησε. Διέκρινε πίσω από τα χαλάσματα τις κατοχικές δυνάμεις να ανάβουν φωτιές για ν’ αναχαιτίσουν τους διαδηλωτές.

-          Πολεμάς τη φωτιά με φωτιά; μονολόγησε.

Τότε ήταν που τους αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού του να κινούνται με τον γνωστό ύπουλο κι επιθετικό τρόπο, η βία και το μίσος προσωποποιημένα. Τα μάτια τους κόκκινα απ’ την οργή, οι φωνές τους μαστίγωναν αυτούς που τους πλησίαζαν, τα χέρια τους απειλούσαν σφιγμένα σε γροθιές, το όνομά τους αποκρουστικό στο άκουσμά του: οι Γκρίζοι Λύκοι.

-          Σύντροφοι, τον νου σας! φώναξε στους υπόλοιπους ο Τάσος. Γιατί δεν ήταν πια μόνος

του. Μαζί του βρέθηκαν να κινούνται κι άλλοι διαδηλωτές που αποφάσισαν να παρακούσουν τους πολιτικούς και να ακούσουν την καρδιά τους. Όσο μεγάλωνε ο δικός τους ενθουσιασμός τόσο φούντωνε το εκδικητικό μένος των Τούρκων. Πλημμύρισε με πάθος αγωνιστικό η ψυχή του Τάσου. Άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη συνθήματα αγωνιστικά και να παρακινεί τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν.

                Τότε τον είδε να πέφτει˙ άγνωστος του ήταν. Δεν τον είχε ξαναδεί, αλλά δε χρειαζόταν να γνωρίζει το όνομά του για να μοιραστεί την στιγμή και να τρέξει δίπλα του. Είχε πλησιάσει περισσότερο απ’ το επιτρεπτό. Οι Τούρκοι όρμησαν θηρία ανήμερα επάνω του. Τον έριξαν στο χώμα. Ο Τάσος ξεχείλισε από θυμό, έναν θυμό περήφανο που μύριζε αγάπη για την πατρίδα. Παράτησε τη μηχανή κι έτρεξε να προσφέρει βοήθεια, να μοιραστεί τα χτυπήματα, να σώσει το πληγωμένο σώμα. Βρέθηκε κι αυτός στο χώμα, μόνο που τώρα η μανία των χτυπημάτων ήταν μεγαλύτερη, το μίσος λάβα που έλιωνε τα πάντα. Τα χέρια έγιναν πέτρες, ρόπαλα, λοστοί κι οι άνθρωποι λύκοι - τι ειρωνεία -  που ξέσκιζαν ενελέητα τις σάρκες του.

-          Misafir yok, sadece ölüm!

Καμία λύπηση, μόνο θάνατος! Να χτυπάν και να φωνάζουν, να σκοτώνουν και να χαίρονται, να γελούν και να σκοτώνουν!

                Κανένας δεν έτρεξε κοντά του. Οι περίφημες ειρηνευτικές δυνάμεις προτίμησαν να παρατηρούν «ειρηνικά»! Κι η ειρηνική παρατήρηση έγινε η επιμνημόσυνη δέηση του Τάσου.

-          Ο Ελληνηνοκύπριος Τάσος Ισαάκ υπέκυψε μετά από πολλαπλά θανάσιμα χτυπήματα.

Τα κυπριακά κι ελληνικά μέσα έκαναν το καθήκον τους με απλή και σύντομη αναφορά της είδησης σε ύφος σύντομο και κοφτό, τόσο κοφτό όσο κι ο θάνατος του Ισαάκ. Η ιστορία βέβαια κράτησε άλλη στάση: τον τοποθέτησε δίπλα στους άλλους ήρωες: Παλληκαρίδη, Αυξεντίου, Καραολή, εκείνους που μνημόνευε κάθε τόσο με τα μικρά τους.

Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του ΟΗΕ άφησε την τελευταία του πνοή 95 μέτρα από την ελληνοκυπριακή πλευρά και 32 από την τουρκοκυπριακή.

-          Λες και ο θάνατος μετριέται με την απόσταση ή ορίζεται από τις γραμμές! μονολόγησε

η Αναστασία.

Η είδηση έφτασε στη μάνα της από τους μουδιασμένους συντρόφους του. Δε χρειάστηκε να ανοίξουν το στόμα τους. Τους περίμενε στην καρέκλα της βεράντας σα να ήξερε. Της το είχε πει ψιθυριστά το ελαφρύ αεράκι που δρόσιζε τα μάγουλά της, τα βλέμματα αυτών που γνώριζαν αλλά δεν τολμούσαν να αρθρώσουν λέξη, οι δρόμοι που ξαφνικά άδειασαν σα να στέρεψαν από ζωή. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της, δεν είχε τη δύναμη άλλωστε να το κάνει, σα να στέγνωσε η δύναμη της ψυχής της και στράγγιξε το κουράγιο από το σώμα της. Αναστεναγμός δεν ακούστηκε από τα χείλη της ούτε κραυγές πόνου από κείνες που ταιριάζουν στον θρήνο της γυναίκας που ξύπνησε ολόκληρη και κατάληξε μισή: μισός άνθρωπος, μισή καρδιά, μισή ψυχή. Όλα κόπηκαν στη μέση. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της σε μια προσπάθεια να σταματήσει τον χρόνο. Έπειτα τα έκλεισε για ώρα λες κι ήθελε να πείσει τον εαυτό της ότι ονειρεύεται εφιάλτη. Κι όταν τα άνοιξε, ο εφιάλτης ήταν ακόμη εκεί. Και τότε θυμήθηκε: Σήκωσε κι ακούμπησε το δεξί χέρι της στη ζωή˙ στην άλλη ζωή, εκείνη που υπήρχε μέσα της, την ανυποψίαστη, που σε λίγο θα διεκδικούσε το μερίδιο της στον κόσμο, χωρίς ενοχές, χωρίς επιφυλάξεις, με θράσος και μπόλικη ελπίδα.

-          Καλό δρόμο, Τάσο μου, βγήκε επιτέλους ο αποχαιρετισμός από τα χείλη της και μαζί

ένα δάκρυ που δίσταζε τόση ώρα να κυλήσει από υπερηφάνεια και ντροπή.

-          Τους ήρωες δεν τους κλαίμε, γλεντάμε τον θάνατό τους σαν κάτι πιο πολύτιμο απ’ τη

κι απ’ τη ζωή, θυμήθηκε να της λέει κάθε φορά που εκείνη τον μάλωνε τρυφερά για τις παράτολμες σκέψεις του. Ξέρουν πού πάνε και γιατί, κι αυτό τους κάνει ακόμη πιο ήρωες.

-          Ξέρουν πού πάνε και γιατί, μονολόγησε η Μαρία. Αυτοί ξέρουν, όμως εμείς που

μένουμε πίσω πώς συνεχίζουμε να ζούμε με την ανάμνηση;

                Η Μαρία ξενύχτησε τον νεκρό μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, συγγενείς και μη. Απ’  τα ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού άκουγες μέχρι το πρωί έναν σπαρακτικά ήρεμο θρήνο, γλυκά μοιρολόγια που άνοιγαν τα φτερά τους και πετούσαν μέχρι τη θάλασσα κι εκεί τα κύματα τα έπαιρναν μαζί τους για να τα ταξιδέψουν ακόμη πιο μακριά. Η Μαρία δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ˙ αγέρωχη έπρεπε να δείχνει μπροστά στους άλλους, περήφανη για τον ήρωα, αλύγιστη για την ιερή θυσία. Κι όταν οι άλλες γυναίκες την κοιτούσαν με απορία και με βλέμμα ερωτηματικό, εκείνη σχολίαζε:

-          Μόνος πρέπει να είναι κανείς στον πόνο του και να μην τον μοιράζεται εξευτελίζοντάς

τον!

                Όταν όμως πια οι μοιρολογίστρες άφησαν τον νεκρό στην ησυχία του και η χήρα έκλεισε πόρτες και παντζούρια, ξεχείλισε εκείνο το ήρεμο κλάμα που ντύνεται το πένθος. Και μούσκεψε το μαξιλάρι απ’ την υγρασία των ματιών της Μαρίας κι έλιωσε το σώμα της απ’ τον καημό του χαμένου άντρα κι άφησε το αποτύπωμά του μια στο σεντόνι του διπλού κρεβατιού και μια στην άκρη του βελούδινου καναπέ. Έτσι ατσαλάκωτη θα έμενε από δω και πέρα η πλευρά του στο κρεβάτι κι ο καναπές ασημάδευτος από το σώμα του.

                Στην κηδεία - αν και «ελήφθησαν τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας» - ο κόσμος ήταν αμέτρητος κι είχες την αίσθηση ότι δε συνόδευες νεκρό, αλλά συμμετείχες σε αγωνιστική πορεία. Υψωμένες γροθιές, αποφασιστικά βλέμματα, καμία φωνή που να προκαλεί την αντίδραση του αντίπαλου δέους, αλλά μια σιωπή προκλητικά εκκωφαντική και πιο ηχηρή από κάθε σύνθημα. Η πορεία θα περνούσε από το σημείο δολοφονίας του Τάσου και θα κατέληγε στον χώρο ταφής του για να μπει οριστικά τελεία στην ιστορία της οικογένειας Ισαάκ.

                Γυρίζοντας ενστικτωδώς το κεφάλι της προς τα πίσω η Μαρία διαπιστώνει ότι μια ομάδα έχει αποκοπεί από το κεντρικό σώμα και κατευθύνεται στο σημείο θανάτου του Τάσου. Η πρόθεση ολοφάνερη: να αποτίσει φόρο τιμής στον νεκρό με λίγα λουλούδια όπως επιτάσσει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κυρίως η ανθρώπινη αγάπη. Η Μαρία παγώνει. Ανάμεσά τους διακρίνει τον ξάδερφο του Τάσου, τον Σολωμό, σχεδόν συνομήλικό του. Αρχίζουν να τρέχουν στο μυαλό της όλα τα συν: συνάνθρωπος, συγγενής, συναγωνιστής, συνεργάτης, σύμμαχος, σύμβουλος, συμπαραστάτης, συνέταιρος, συνοδοιπόρος. Όλα αυτά ήταν ο Σολωμός για τον Τάσο. Και τώρα θα αποφάσιζε αν αυτά τα συν θα τα άφηνε πίσω του. Η Μαρία κατάλαβε πριν απ’ όλους τις προθέσεις του. Απέναντι στα ερίφια εμφανίστηκαν οι λύκοι, ετοιμοπόλεμοι. Το πεδίο τιμής μετατράπηκε ξανά σε πεδίο μάχης.

-          Σολάκη, μη! πρόφτασε να ξεστομίσει η Μαρία. Λες και το μη το δικό της ήταν αρκετά

δυνατό για να εμποδίσει το ναι το δικό του. Αυτός όρμησε μαζί με όλο του το πάθος και την τολμηρή αναίδειά του στον ιστό που κυμάτιζε στην κορυφή του η τουρκική σημαία. Αυτή η σημαία ήταν ευθεία βολή στην καρδιά του, τραύμα που τώρα αιμορραγούσε ακόμη περισσότερο στην ψυχή του.

-               Ἢ τᾱν ἢ ἐπί τᾱς, φώναξε και σκαρφάλωσε επιδέξια στο κοντάρι. Πώς να τον εμποδίσουν; Ούτε χέρια ούτε φωνές τον σταματούσαν. Έβλεπε μόνο μπροστά του τον Τάσο να του χαμογελάει συγκαταβατικά κι αυτό το χαμόγελο το μέτρησε για πρόσκληση.

                Δεν πρόλαβε να φτάσει στην κορυφή. Τον σταμάτησε η σφαίρα του ελεύθερου σκοπευτή που του άνοιξε μια τρύπα στον λαιμό. Κι από κείνη την τρύπα φτερούγισε η ψυχή του να συντροφέψει την άλλη ψυχή που περίμενε καρτερικά το σμίξιμο.

                Η Μαρία κατέρρευσε. Αμέτρητα χέρια απλώθηκαν να την αγκαλιάσουν, να την προστατέψουν, να της δώσουν καταφύγιο. Μετά από λίγες μέρες γεννήθηκε η κόρη της. Οι δράστες των δύο δολοφονιών αναγνωρίστηκαν κι εκδόθηκαν διεθνή εντάλματα σύλληψης. Δόθηκαν αποζημιώσεις, έγινε και προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κανένας από τους δράστες δεν παραπέμφθηκε ποτέ σε δίκη.

                26 χρόνια ωρίμαζε και γιγάντωνε ο σπόρος στην ψυχή της Αναστασίας. Οι θύμησες και η ιστορία που φρόντιζε να είναι οδυνηρά παρούσα μέσα από τις αφηγήσεις των συντρόφων Κυπρίων, της μητέρας της, των παππούδων της έτρεφαν την πίστη της στον αγώνα, ενδυνάμωναν την πρόθεσή της να είναι με κάθε δυνατό τρόπο ενεργή. Φόρεσε με βιαστικές κινήσεις το κοντομάνικο μακό μπλουζάκι με την προτροπή στην πλάτη : Απελευθέρωση, η μόνη λύση. Ένα ίδιο φορούσε κι ο πατέρας της, το κράτησαν ενθύμιο, γεμάτο καθώς ήταν από τα σημάδια της θυσίας. Το φύλαξαν μέσα σε χάρτινη συσκευασία με άνθη λεβάντας και δεντρολίβανου για να ευωδιάζει στο άγγιγμα. Η Αναστασία το έβγαλε από τη συσκευασία, το έφερε στο στόμα της και ψιθυρίζοντας κάτι σαν υπόσχεση το ξεναέβαλε στη θέση του. Έπρεπε να φύγει για να συναντήσει τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας που βαφτίστηκε με το όνομα Πρωτοβουλία Μνήμης Ισαάκ-Σολωμού το 2008. Η ομάδα είχε αναλάβει το ιερό καθήκον να διατηρήσει και να συνεχίσει τον θεσμό των μοτοσικλετιστών ανανεώνοντας κάθε χρόνο την παράδοση της συμβολικής πορείας μέχρι το οδόφραγμα της Δερύνειας.

                Σε τρεις τόπους – ιερά προσκυνήματα η Αναστασία απέτισε φόρο τιμής ως πιστός υπηρέτης της ιστορικής μνήμης. Πρώτα στο αρχαίο Κούριο στήνοντας μαζί με τους υπόλοιπους 9 αγχόνες εις ανάμνηση των  εννέα απαγχονισθέντων κι έπειτα στα ιερά Φυλακισμένα Μνήματα, στους τάφους τους συλλαβίζοντας το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος. Τρίτη στάση μνήμης ο ιερός Τύμβος της Μακεδονίτισσας, στα βουβά κενοτάφια των Ελλήνων και των Κυπρίων στρατιωτών, αξιωματικών και εθελοντών. Εκεί γονάτισαν όλοι μαζί και φώναξαν μιαν υπόσχεση ηχηρή και γεμάτη πάθος: Δεν ξεχνώ. Θα συνεχίσω να θυμάμαι και να παλεύω.

                Στο οδόφραγμα η Αναστασία ήταν πια έτοιμη να ανοίξει την ψυχή της και τα λόγια της έγιναν χείμαρρος που ξεχείλισε για να πνίξει τις φωνές των δειλών και των υποκριτών: «Αποφάσισα έπειτα από 23 χρόνια και όντας μέλος της Πρωτοβουλίας Μνήμη Ισαάκ-Σολωμού, που δεν ξεχνά και τιμά και τους δύο, να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις μου. Η καρδιά μου έτρεμε στην προσπάθεια να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου. Φοβήθηκα τι θα πω. Δεν ήθελα να προσβάλω κανέναν. Ύστερα θυμήθηκα τις υποσχέσεις. Τις υποσχέσεις για δικαιοσύνη και σεβασμό στη μνήμη του Τάσου και του Σολωμού.» Η φωνή της έτρεμε, μα το ρίγος δεν ήταν μόνο δικό της, διαπερνούσε τους ακροατές της που κάρφωσαν τα μάτια τους επάνω της. Ο λόγος της ένα ξεκάθαρο και σαφές κατηγορώ για την αδράνεια, την αδιαφορία, το ξεπούλημα της αξιοπρέπειας, τον συμβιβασμό της δικαιοσύνης. «Πώς ξεχάστηκε μια δολοφονία τόσο απλά; Πώς ξεχάστηκε ένας άνθρωπος που έπεσε για την ελευθερία της πατρίδας του; Είκοσι τρία ετήσια μνημόσυνα κι όμως κάθε χρόνο πώς αντέχεται η στέρηση της ζωής ενός ανθρώπου να μένει ατιμώρητη;» Καμία αμφιβολία για την αξία της θυσίας του πατέρα της, αλλά πόση οργή για την αχαριστία των πολιτικών! Η Αναστασία το βροντοφώναξε για να το ακούσει ο πατέρας της: «Γιατί να σεβαστώ μια κοινωνία που δεν σέβεται την ιστορική της συνέχεια;» Δικαιοσύνη, αποκατάσταση της χαμένης πατρίδας, ελευθερία. Μαζί με τη δική της ενώθηκαν κι όλες οι φωνές των χαμένων ηρώων. Σταμάτησε συγκινημένη, δίπλωσε το χαρτί που είχε αδειάσει από τις λέξεις, μια και οι λέξεις είχαν ήδη ξεχυθεί και αναπαράγονταν στα στόματα των παρόντων. Η Αναστασία κοντοστάθηκε, καθώς ακούστηκε από τα μεγάφωνα το ζεϊμπέκικο του Σολάκη. Κατέβηκε κι άρχισε να χορεύει στον ρυθμό του τραγουδώντας τους στίχους.

 

Όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι,

με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη

στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι

πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί

πάντα γελαστοί και γελασμένοι

                Κάποιος της δίνει το cd με το τραγούδι. Το ένθετο βιβλιαράκι γλιστράει απ’ τα χέρια της. Το μαζεύει ευλαβικά. Διαβάζει ξανά τη σημείωση του συνθέτη: «Ισαάκ και Σολωμού και Μαρίνου Μαρτύρων».

-          Μάρτυρες, τρελοί ή ήρωες; Σκέφτηκε. Δε βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς το ίδιο πράγμα

είναι. Πες το μαγκιά, πες το λόξα, πες το ανθρωπιά.

                Ανεβαίνει στη μηχανή.

-                      Αναστασία Τάσου Ισαάκ. Παρούσα! φώναξε. Τι κι αν δε διάλεξε εκείνος το μικρό της όνομα, αρκεί που κουβαλούσε βαριά κληρονομιά το επίθετό του.

-                      Πάμε, Χαρούλα! μονολόγησε κι έβαλε να παίζει δυνατά το δικό της τραγούδι:

 

Με τραγούδια και ζαφείρια

Θα σου κάνω τα χατίρια

Μην πονάς

Θα σου στείλω εγώ δελφίνια

Απ' την Πάφο ως την Κερύνεια να γυρνάς

Όλες του νησιού τις χάρες να φοράς

Χελιδόνι τη ζωή να τραγουδάς

 

               

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δρώμενο για τους Τάσο Ισαάκ και Σολωμό